Κικὴ Δημουλᾶ - Ποιήματα

Κικὴ Δημουλᾶ (1931-): ποιήτρια ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, ἀκαδημαϊκός.



ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΑ

Ὅλα τὰ ποιήματά μου γιὰ τὴν ἄνοιξη
ἀτέλειωτα μένουν.
Φταίει ποὺ πάντα βιάζεται ἡ ἄνοιξη,
φταίει ποὺ πάντα ἀργεῖ ἡ διάθεσή μου.
Γι᾿ αὐτὸ ἀναγκάζομαι
κάθε σχεδὸν ποίημά μου γιὰ τὴν ἄνοιξη
μὲ μιὰ ἐποχὴ φθινοπώρου
ν᾿ ἀποτελειώνω.


Στες Σκάλες- Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ!

Την άτιμη την σκάλα σαν κατέβαινα,
από την πόρτα έμπαινες, και μια στιγμή
είδα το άγνωστό σου πρόσωπο και με είδες.
Έπειτα κρύφθηκα να μη με ξαναδείς, και συ
πέρασες γρήγορα το πρόσωπό σου κρύβοντας,
και χώθηκες στο άτιμο το σπίτι μέσα
όπου την ηδονή δεν θά ’βρες, καθώς δεν την βρήκα.

Κι όμως τον έρωτα που ήθελες τον είχα να σ’ τον δώσω·
τον έρωτα που ήθελα — τα μάτια σου με το ’παν
τα κουρασμένα καί ύποπτα — είχες να με τον δώσεις.
Τα σώματά μας αισθανθήκαν και γυρεύονταν·
το αίμα και το δέρμα μας ενόησαν.

Aλλά κρυφθήκαμε κ’ οι δυο μας ταραγμένοι.

ΜΙΑ ΜΕΤΕΩΡΗ ΚΥΡΙΑ

Βρέχει...
Μία κυρία ἐξέχει στὴ βροχὴ
μόνη
πάνω σ᾿ ἕνα ἀκυβέρνητο μπαλκόνι.
Κι εἶναι ἡ βροχὴ σὰν οἶκτος
κι εἶναι ἡ κυρία αὐτὴ
σὰν ράγισμα στὴ γυάλινη βροχή.
Τὸ βλέμμα της βαδίζει στὴ βροχή,
βαριὲς πατημασιὲς καημοῦ
τὸν βρόχινό του δρόμο
γεμίζοντας. Κοιτάζει...
Κι ὅλο ἀλλάζει στάση,
σὰν κάτι πιὸ μεγάλο της,
ἕνα ἀνυπέρβλητο,
νά ῾χει σταθεῖ
μπροστὰ σ᾿ ἐκεῖνο ποὺ κοιτάζει.
Γέρνει λοξὰ τὸ σῶμα
παίρνει τὴν κλίση τῆς βροχῆς
―χοντρὴ σταγόνα μοιάζει―
ὅμως τὸ ἀνυπέρβλητο μπροστά τῆς πάντα.
Κι εἶναι ἡ βροχὴ σὰν τύψη.
Κοιτάζει...
Ρίχνει τὰ χέρια ἔξω ἀπ᾿ τὰ κάγκελα
τὰ δίνει στὴ βροχὴ
πιάνει σταγόνες
φαίνεται καθαρὰ ἡ ἀνάγκη
γιὰ πράγματα χειροπιαστά.
Κοιτάζει...
Καί, ξαφνικά,
σὰν κάποιος νὰ τῆς ἔγνεψε «ὄχι»,
κάνει νὰ πάει μέσα.
Ποῦ μέσα ―
μετέωρη ὡς ἐξεῖχε στὴ βροχὴ
καὶ μόνη
πάνω σ᾿ ἕνα ἀκυβέρνητο μπαλκόνι.
(ἀπὸ τὰ Ποιήματα, Ἴκαρος 1998)

ΚΟΝΙΑΚ ΜΗΔΕΝ ΑΣΤΕΡΩΝ

Χαμένα πᾶνε ἐντελῶς τὰ λόγια τῶν δακρύων.
Ὅταν μιλάει ἡ ἀταξία ἡ τάξη σωπαίνει
-ἔχει μεγάλη πεῖρα ὁ χαμός.
Τώρα πρέπει νὰ σταθοῦμε στὸ πλευρὸ
τοῦ ἀνώφελου.
Σιγὰ σιγὰ νὰ ξαναβρεῖ τὸ λέγειν της ἡ μνήμη
νὰ δίνει ὡραῖες συμβουλὲς μακροζωϊας
σὲ ὅ,τι ἔχει πεθάνει.
Ἂς σταθοῦμε στὸ πλευρὸ ἐτούτης τῆς μικρῆς
Φωτογραφίας
ποὺ εἶναι ἀκόμα στὸν ἀνθὸ τοῦ μέλλοντός της:
νέοι ἀνώφελα λιγάκι ἀγκαλιασμένοι
ἐνώπιον ἀνωνύμως εὐθυμούσης παραλίας.
Ναύπλιο Εὔβοια Σκόπελος;
Θὰ πεῖς
καὶ ποὺ δὲν ἦταν τότε θάλασσα.
(ἀπὸ τὰ Ποιήματα, Ἴκαρος 1998)

ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ (1971) Θα πενθώ πάντα -μ' ακούς;- για σένα, μόνος, στον Παράδεισο

Επειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο
Δεν τ' αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ' ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
Να μιλώ για σένα και για μένα.

Το μονόγραμμα

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα,
μόνος,στόν Παράδεισο

Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές
Τής παλάμης,η Μοίρα,σάν κλειδούχος
Μιά στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός

Πώς αλλιώς,αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

Θά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότητα
Μέ τό δριμύ του μαύρου του θανάτου.


ΙΙ.

Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τά χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ’άλλα πού πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια

Μιλημένα τά σώματα καί οί βάρκες πού έκρουσαν γλυκά
Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τά "πίστεψέ με" και τα "μή"
Μιά στόν αέρα , μιά στή μουσική

Τα δυό μικρά ζώα,τά χέρια μας
Πού γύρευαν ν’ανέβουνε κρυφά τό ένα στό άλλο
Η γλάστρα μέ τό δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες
Καί τά κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ’τίς ξερολιθιές,πίσω άπ’τούς φράχτες
Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού
Κι έτρεμες τρείς φορές τό μώβ τρείς μέρες πάνω από
τούς καταρράχτες

Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Τό ξύλινο δοκάρι καί τό τετράγωνο φαντό
Στόν τοίχο , τή Γοργόνα μέ τά ξέπλεκα μαλλιά
Τή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά

Παιδί μέ τό λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό
Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων τό απλησίαστο
Πενθώ τό ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος.


ΙΙΙ.

Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα

Επειδή σ’αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ’αχανή σεντόνια
Νά μαδάω γιασεμιά --κι έχω τή δύναμη
Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε

Ακουστά σ’έχουν τά κύματα
Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς
Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ"
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά

Πάντα εσύ τ’αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά
Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά
Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες
Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει
Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ
Επειδή σ’αγαπώ καί σ’αγαπώ
Πάντα εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο
Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή

Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο
Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα
Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
Νά μυρίζω από σένα καί ν’αγριεύουν οί άνθρωποι
Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’αλλού φερμένο
Δέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ’ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα.

ΙV.

Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μ’ακούς
Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα, μ’ακούς
Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό,μ’ακούς
Μαχαίρι
Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς
Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει,μ’ακούς
Είμ’εγώ,μ’ακούς
Σ’αγαπώ,μ’ακούς
Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ
Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας,μ’ακούς
Πού μ’αφήνεις,πού πάς καί ποιός,μ’ακούς

Σού κρατεί τό χέρι πάνω απ’τούς κατακλυσμούς

Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες
Θά’ρθει μέρα,μ’ακούς
Νά μάς θάψουν , κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα,μ’ακούς
Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά,μ’ακούς
Τών ανθρώπων
Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει

Στά νερά ένα ένα , μ’ακούς
Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ,μ’ακούς
Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία,μ’ακούς
Όπου κάποτε οί φιγούρες
Τών Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό,μ’ακούς
Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά,μ’ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω
Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δέν πάω ,μ’ακους
Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί,μ’ακούς

Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ’ακούς
Τής αγάπης
Μιά γιά πάντα τό κόψαμε
Καί δέν γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς,μ’ακούς
Σ’άλλη γή,σ’άλλο αστέρι,μ’ακούς
Δέν υπάρχει τό χώμα , δέν υπάρχει ο αέρας
Πού αγγίξαμε,ο ίδιος,μ’ακούς

Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ’άλλους καιρούς

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,μ’ακούς
Νά τινάξει λουλούδι,μόνο εμείς,μ’ακούς
Μές στή μέση τής θάλασσας
Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης,μ’ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μ’ακούς
Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου,άκου
Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει -- ακούς;
Είμ’εγώ πού φωνάζω κι είμ’εγώ πού κλαίω,μ’ακούς
Σ’αγαπώ,σ’αγαπώ,μ’ακούς.

V.

Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς
Μέ σοφές παραμάνες καί μ’αντάρτες απόμαχους
Από τί νά’ναι πού έχεις τή θλίψη του αγριμιού
Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου
Καί γιατί,λέει,νά μέλει κοντά σου νά’ρθω
Πού δέν θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό

Καί γιά σένα κανείς δέν είχε ακούσει
Γιά σένα ούτε τό δίκταμο ούτε τό μανιτάρι
Στά μέρη τ’αψηλά της Κρήτης τίποτα
Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί τό χέρι

Πιό δω,πιό κεί,προσεχτικά σ’όλα τό γύρο
Του γιαλού του προσώπου,τούς κόλπους,τά μαλλιά
Στό λόφο κυματίζοντας αριστερά

Τό σώμα σου στή στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου
Βυθού,μέσα στό σπίτι μέ τό σκρίνιο τό παλιό
Τίς κίτρινες νταντέλες καί τό κυπαρισσόξυλο
Μόνος νά περιμένω που θά πρωτοφανείς
Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίς πλάκες της αυλής
Μέ τ’άλογο του Αγίου καί τό αυγό της Ανάστασης

Σάν από μιά τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή
Νά χωράς στό κεράκι τή στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή

Πού κανείς νά μήν έχει δεί καί ακούσει
Τίποτα μές στίς ερημιές τά ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στόν αυλόγυρο
Γιά σένα,ούτε η γερόντισσα ν’όλα της τά βοτάνια

Γιά σένα μόνο εγώ,μπορεί,καί η μουσική
Πού διώχνω μέσα μου αλλ’αυτή γυρίζει δυνατότερη
Γιά σένα τό ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο
Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Πού βρίσκει μές στό σώμα καί πού τρυπάει τή θύμηση
Καί νά τό χώμα,νά τά περιστέρια,νά η αρχαία μας γή.


VI.

Έχω δεί πολλά καί η γή μές’απ’τό νού μου φαίνεται ωραιότερη
Ώραιότερη μές στούς χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή,ωραιότερα
Τά μπλάβα των ισθμών καί οί στέγες μές στά κύματα
Ωραιότερες οί αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τά βουνά
τής θάλασσας

Έτσι σ’έχω κοιτάξει πού μου αρκεί
Νά’χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μές στό αυλάκι που τό πέρασμα σου αφήνει
Σάν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ακολουθεί

Καί νά παίζει μέ τ’άσπρο καί τό κυανό η ψυχή μου !

Νίκη,νίκη όπου έχω νικηθεί
Πρίν από τήν αγάπη καί μαζί
Γιά τή ρολογιά καί τό γκιούλ-μπιρσίμι
Πήγαινε,πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί

Μόνος καί άς είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί
νεογέννητο
Μόνος,καί ας είμ’εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος,ο αέρας δυνατός καί μόνος τ’ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στούς καιρούς τόν Παράδεισο !


VII.

Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα

Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μές στ’άπατα μιάν ηχώ
Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

Νά σέ βλέπω μισή να περνάς στό νερό
και μισή να σε κλαίω μές στόν Παράδειο.
Οδυσσέας Ελύτης <<ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ>>

Ότι είναι σημαντικό δεν το βλέπουν τα μάτια(απόσπασμα από το βιβλίο: Ο Μικρός Πρίγκιπας)

Τότε ήταν που παρουσιάστηκε η αλεπού:
- Καλημέρα, είπε η αλεπού.
- Καλημέρα, απάντησε ευγενικά ο μικρός πρίγκιπας, που γύρισε προς το μέρος απ’ όπου ακουγόταν η φωνή, μα δεν είδε τίποτε.
- Εδώ είμαι, είπε η φωνή, κάτω από τη μηλιά …
- Ποια είσαι συ; είπε ο μικρός πρίγκιπας. Είσαι πολύ όμορφη …
- Είμαι μια αλεπού, είπε η αλεπού.
- Έλα να παίξεις μαζί μου, της πρότεινε ο μικρός πρίγκιπας. Είμαι τόσο λυπημένος …
- Δεν μπορώ να παίξω μαζί σου, είπε η αλεπού, δεν είμαι εξημερωμένη.
- Α! συγνώμη, έκανε ο μικρός πρίγκιπας. Μα, αφού σκέφτηκε λίγο, πρόσθεσε:
- Τι πάει να πει «εξημερωμένη»;
- Δεν θα είσαι από ‘δω, είπε η αλεπού, τι ψάχνεις να βρεις;
- Ψάχνω να βρω τους ανθρώπους, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Τι σημαίνει εξημερωμένη;
- Οι άνθρωποι, είπε η αλεπού, έχουν τουφέκια και κυνηγούν. Αυτό είναι πολύ ενοχλητικό. Ακόμη ανατρέφουν κότες. Είναι το μόνο που τους ενδιαφέρει. Μήπως ψάχνεις για κότες;
- Όχι, είπε ο μικρός πρίγκιπας, ψάχνω για φίλους. Τι σημαίνει «εξημερώνω»;
- Είναι κάτι ξεχασμένο για τα καλά, τώρα πια, είπε η αλεπού. Αυτό σημαίνει «δημιουργώ δεσμούς».
- Δημιουργώ δεσμούς;
- Ναι, βέβαια, είπε η αλεπού. Για μένα εσύ δεν είσαι ακόμη παρά ένα αγοράκι όμοιο με εκατό χιλιάδες άλλα μικρά αγόρια. Και δεν έχω την ανάγκη σου. Κι εσύ το ίδιο δεν έχεις την ανάγκη μου. Για σένα, δεν είμαι παρά μια αλεπού όμοια με εκατό χιλιάδες άλλες αλεπούδες. Μα, αν εσύ με εξημερώσεις, θα ‘χουμε ανάγκη ο ένας τον άλλο. Θα ‘σαι για μένα μοναδικός στον κόσμο. Θα ‘μαι για σένα μοναδική στον κόσμο…
- Αρχίζω να καταλαβαίνω, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Υπάρχει ένα λουλούδι… νομίζω πως μ’ έχει εξημερώσει…
- Καθόλου απίθανο, είπε η αλεπού. Πάνω στη Γη βλέπει κανείς κάθε λογής πράματα …
- Ω! Αυτό δεν έγινε στη Γη, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Η αλεπού φάνηκε να ενδιαφέρεται πολύ.
- Σ’ ένα άλλο πλανήτη;
-Ναι.
- Υπάρχουν κυνηγοί σε κείνο εκεί τον πλανήτη;
- Όχι.
- Αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον! Και κότες;
- Όχι.
- Τίποτε δεν είναι τέλειο, αναστέναξε η αλεπού. Όμως, η αλεπού ξαναγύρισε στην ιδέα της:
- Η ζωή μου είναι μονότονη. Κυνηγώ κότες, οι άνθρωποι κυνηγούν εμένα. Όλες οι κότες μοιάζουν μεταξύ τους κι όλοι άνθρωποι μοιάζουν το ίδιο. Λοιπόν, κι εγώ κάπως βαριέμαι. Όμως, αν με εξημερώσεις, η ζωή μου θα μοιάζει σαν να την πλημμύρισε ο ήλιος. Θα γνωρίσω ένα θόρυβο από βήματα διαφορετικά απ’ όλα τ’ άλλα. Τα άλλα βήματα με κάνουν να καταχωνιάζομαι μέσα στη γη. Το δικό σου θα με φωνάζει να βγω έξω από την τρύπα μου, σαν να ‘ναι μια μουσική. Κι ύστερα, κοίταξε! Βλέπεις εκεί κάτω τα σταροχώραφα; Εγώ δεν τρώω ψωμί. Για μένα, το σιτάρι δεν χρησιμεύει σε τίποτε. Κι αυτό είναι θλιβερό! Μα εσύ έχεις χρυσαφένια μαλλιά. Θα ‘ναι υπέροχα όταν θα μ’ έχεις εξημερώσει! Το στάρι που είναι χρυσαφένιο, εσένα θα μου θυμίζει. Και θ’ αγαπώ το θόρυβο του ανέμου καθώς θα περνάει ανάμεσα από τα στάχυα του σταριού.
Η αλεπού σώπασε και βάλθηκε να κοιτάζει το μικρό πρίγκιπα για πολλή ώρα.
- Σε παρακαλώ, εξημέρωσέ με, είπε!
- Πολύ το θέλω, απάντησε ο μικρός πρίγκιπας, μα δεν έχω καιρό. Έχω ν’ ανακαλύψω φίλους και να γνωρίσω πολλά πράγματα.
- Δεν ξέρουμε παρά εκείνα που μας δίνουν την δυνατότητα να δημιουργούμε δεσμούς, είπε η αλεπού. Οι άνθρωποι δεν έχουν πια καιρό να μάθουν κάτι. Αγοράζουν πράγματα ετοιματζίδικα, φτιαγμένα μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια από τους εμπόρους. Και καθώς δεν υπάρχουν ποτέ έμποροι που να γίνονται φίλοι, οι άνθρωποι δεν έχουν πια φίλους. Αν θέλεις ένα φίλο, εξημέρωσε με!
- Τι πρέπει να κάνω; είπε ο μικρός πρίγκιπας.
- Πρέπει να είσαι πολύ υπομονετικός, απάντησε η αλεπού. Στην αρχή θα πρέπει να καθίσεις κάπως μακριά από μένα, όπως κάνω τώρα εγώ, πάνω στο χορτάρι. Θα σε κοιτάζω με την άκρη του ματιού μου και συ δεν θα λες τίποτε. Η κουβέντα γίνεται αιτία να δημιουργηθούν παρεξηγήσεις. Όμως, κάθε μέρα, θα μπορείς να ‘ρχεσαι και να κάθεσαι κάπως πιο κοντά σε μένα …
Την άλλη μέρα, ο μικρός πρίγκιπας ξαναγύρισε.
- Θα ‘ταν καλύτερα να ‘ρχεσαι την ίδια ώρα, είπε η αλεπού. Αν, για παράδειγμα, πρόκειται να έρθεις στις τέσσερις το απόγευμα, από τις τρεις κιόλας εγώ θ’ αρχίσω να ‘μαι ευτυχισμένη. Όσο θα προχωρεί η ώρα, τόσο περισσότερο ευτυχισμένη θα νιώθω. Στις τέσσερις κιόλας θ’ αρχίσω να εκνευρίζομαι και ν’ ανησυχώ. Θα ‘χω ανακαλύψει το τίμημα της ευτυχίας! Μα όταν εσύ θα ‘ρχεσαι μια οποιαδήποτε ώρα, δεν ξέρω ποια, ποτέ δεν θα ξέρω πότε να φορέσω στην ψυχή μου τα καλά της… Χρειάζονται ορισμένα τυπικά.
- Τι είναι ένα τυπικό; ρώτησε ο μικρός πρίγκιπας.
- Είναι κι αυτό κάτι ξεχασμένο από πολύν καιρό, είπε η αλεπού. Κάτι που κάνει κάποια μέρα να ‘ναι διαφορετική από τις άλλες μέρες, μια ώρα διαφορετική από τις άλλες ώρες. Για παράδειγμα, υπάρχει μια τυπικότητα στους κυνηγούς. Την Πέμπτη χορεύουν με τις κοπέλες του χωριού. Τότε, η Πέμπτη είναι μια μέρα υπέροχη! Κατηφορίζω για περίπατο μέχρι τ’ αμπέλι. Αν οι κυνηγοί χόρευαν κάθε φορά που θα τους ερχόταν το κέφι, οι μέρες θα ‘μοιαζαν όλες ίδιες, με αποτέλεσμα να μην έχω εγώ ποτέ διακοπές.
Έτσι ο μικρός πρίγκιπας εξημέρωσε την αλεπού. Κι όταν πλησίαζε να ‘ρθει η ώρα του αποχωρισμού:
- Αχ! είπε η αλεπού … Θ’ αρχίσω τα κλάματα.
- Δικό σου είναι το λάθος, είπε ο μικρός πρίγκιπας.
- Ναι, σωστά, είπε η αλεπού.
- Μα συ θα βάλλεις τα κλάματα, είπε ο μικρός πρίγκιπας.
- Και βέβαια, είπε η αλεπού.
- Τότε, από αυτό, δεν κερδίζεις τίποτε! – Κάτι κερδίζω, είπε η αλεπού είναι το χρώμα του σταριού.
Ύστερα πρόσθεσε:
-Πήγαινε πάλι να δεις τα τριαντάφυλλα, θα καταλάβεις πως το δικό σου είναι μοναδικό στον κόσμο.
- Θα ξανάρθεις να με αποχαιρετήσεις κι εγώ θα σου κάνω δώρο ένα μυστικό.
Ο μικρός πρίγκιπας έφυγε για να πάει να ξαναδεί τα τριαντάφυλλα:
- Δεν είναι ολότελα όμοια με το δικό μου, ακόμη δεν είσαστε, τους είπε. Κανείς δεν σας έχει εξημερώσει και σεις δεν έχετε εξημερώσει κανένα. Είσαστε όπως ήταν η αλεπού μου. Κι εκείνη δεν ήταν παρά όμοια με εκατό χιλιάδες άλλες. Όμως εγώ την έχω κάνει φίλη μου κι είναι τώρα μοναδική στον κόσμο.
Και τα τριαντάφυλλα έδειξαν να τα ‘χουν πειράξει πολύ τα λόγια του μικρού πρίγκιπα.
- Είσαστε όμορφα, μα είσαστε άδεια, πρόσθεσε. Κανείς δεν θα μπορούσε να πεθάνει για σας. Σίγουρα, κάποιος τυχαίος περαστικός, βλέποντας το δικό μου λουλούδι θα νόμιζε πως σας μοιάζει. Μα, από μόνο του αυτό, είναι πιο σημαντικό από όλα εσάς, γιατί εγώ το ποτίζω, το προφυλάσσω κάτω από ένα γυάλινο δοχείο. Γιατί είναι αυτό που εγώ προφύλαξα με το παραβάν. Γιατί αυτό είναι που του σκότωσα τις κάμπιες (εκτός από δυο ή τρεις που τις άφησα για να γίνουν πεταλούδες). Γιατί αυτό είναι εκείνο που το άκουσα να παραπονιέται ή να περηφανεύεται ή, μάλιστα, μερικές φορές να σωπαίνει. Γιατί είναι το τριαντάφυλλό μου.
Και γύρισε προς την αλεπού.
- Γεια σου, είπε …
- Γεια σου, είπε η αλεπού. Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό:δεν βλέπει κανείς πολύ καλά παρά μονάχα με την καρδιά. Ότι είναι σημαντικό, δεν το βλέπουν τα μάτια.
- Ότι είναι σημαντικό δεν το βλέπουν τα μάτια, επανέλαβε ο μικρός πρίγκιπας, για να το θυμάται.
Είναι ο χρόνος που έχεις χάσει για το τριαντάφυλλό σου και που το κάνει τόσο σημαντικό.
- Είναι ο χρόνος που έχω χάσει για το τριαντάφυλλό μου … έκανε ο μικρός πρίγκιπας, για να το θυμάται.
- Οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει αυτή την αλήθεια, είπε η αλεπού. Όμως εσύ δεν πρέπει να την ξεχάσεις. Να γίνεις υπεύθυνος για πάντα εκείνου που έχεις εξημερώσει. Είσαι υπεύθυνος για το τριαντάφυλλό σου …
- Είμαι υπεύθυνος για το τριαντάφυλλό μου… επανέλαβε ο μικρός πρίγκιπας, για να μην το ξεχάσει.

Μαρίζα Κωχ - Το Πούσι (Νίκου Καββαδία) 1947

http://www.youtube.com/watch?v=qYv2ds4kmsQ

Πούσι - Καββαδίας


Στὴν Ἑλένη Χαλκιούση
Ἔπεσε τὸ πούσι ἀποβραδὶς
-τὸ καραβοφάναρο χαμένο-
κ᾿ ἔφτασες χωρὶς νὰ σὲ προσμένω
μὲς στὴν τιμονιέρα νὰ μὲ δεῖς.
Κάτασπρα φορᾶς κ᾿ ἔχεις βραχεῖ,
πλέκω σαλαμάστρα τὰ μαλλιά σου.
Κάτου στὰ νερὰ τοῦ Port Pegassu
βρέχει πάντα τέτοιαν ἐποχή.
Μᾶς παραμονεύει ὁ θερμαστὴς
μὲ τὰ δυό του πόδια στὶς καδένες.
Μὴν κοιτᾶς ποτέ σου τὶς ἀντένες
μὲ τὴν τρικυμία· θὰ ζαλιστεῖς.
Βλαστημᾶ ὁ λοστρόμος τὸν καιρὸ
κ᾿ εἶν᾿ ἀλάργα τόσο ἡ Τοκοπίλλα.
Ἀπὸ νὰ φοβᾶμαι καὶ νὰ καρτερῶ
κάλλιο περισκόπιο καὶ τορπίλλα.
Φύγε! Ἐσὲ σοῦ πρέπει στέρεα γῆ.
Ἦρθες νὰ μὲ δεῖς κι ὅμως δὲ μ᾿ εἶδες
ἔχω ἀπ᾿ τὰ μεσάνυχτα πνιγεῖ
χίλια μίλια πέρ᾿ ἀπ᾿ τὶς Ἐβρίδες.

Αυτό το Αστέρι είναι για όλους μας – Τάσος Λειβαδίτης

Θα ‘θελα να φωνάξω τ’ όνομα σου , αγάπη , μ’ όλη μου την δύναμη.
Να τ’ακούσουν οι χτίστες στις σκαλωσιές και να φιλιούνται με τον ήλιο.
Να το μάθουν στα καράβια οι θερμαστές και να ανασάνουν όλα τα τριαντάφυλλα.
Να τα ακούσει η άνοιξη και να ‘ρχεται πιο γρήγορα.
Να το μάθουν τα παιδιά για να μην φοβούνται το σκοτάδι.
Να το λένε τα καλάμια στις ακροποταμιές , τα τρυγόνια πάνω στους φράχτες.
Να το ακούσουν οι πρωτεύουσες του κόσμου και να το ξαναπούν με όλες τις καμπάνες τους.
Να το κουβεντιάζουν τα βράδια οι πλύστρες χαϊδεύοντας τα πρησμένα χέρια τους.
Να το φωνάξω τόσο δυνατά που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο.
Καμιά ελπίδα πια να μην πεθάνει…