ΠΑΡΑΝΟΜΙΕΣ

Ἐπεκτείνομαι καὶ βιώνω
παράνομα
σὲ περιοχὲς ποὺ σὰν ὑπαρκτὲς
δὲν παραδέχονται οἱ ἄλλοι.
Ἐκεῖ σταματῶ καὶ ἐκθέτω
τὸν καταδιωγμένο κόσμο μου,
ἐκεῖ τὸν ἀναπαράγω
μὲ πικρὰ κι ἀπειθάρχητα μέσα,
ἐκεῖ τὸν ἀναθέτω
σ᾿ ἕναν ἥλιο
χωρὶς σχῆμα, χωρὶς φῶς,
ἀμετακίνητο,
προσωπικό μου.
Ἐκεῖ συμβαίνω.
Κάποτε, ὅμως,
παύει αὐτό.
Καὶ συστέλλομαι,
κι ἐπανέρχομαι βίαια
(πρὸς καθησυχασμόν)
στὴ νόμιμη καὶ παραδεκτὴ
περιοχὴ
στὴν ἐγκόσμια πίκρα.
Καὶ διαψεύδομαι.

ΔΗΜΟΥΛΑ

Ο ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ


Ὁ ἔρωτας,
ὄνομα οὐσιαστικόν,
πολὺ οὐσιαστικόν,
ἑνικοῦ ἀριθμοῦ,
γένους οὔτε θηλυκοῦ, οὔτε ἀρσενικοῦ,
γένους ἀνυπεράσπιστου.
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς
οἱ ἀνυπεράσπιστοι ἔρωτες.
Ὁ φόβος,
ὄνομα οὐσιαστικὸν
στὴν ἀρχὴ ἑνικὸς ἀριθμὸς
καὶ μετὰ πληθυντικὸς
οἱ φόβοι.
Οἱ φόβοι
γιὰ ὅλα ἀπὸ δῶ καὶ πέρα.
Ἡ μνήμη,
κύριο ὄνομα τῶν θλίψεων,
ἑνικοῦ ἀριθμοῦ
μόνον ἑνικοῦ ἀριθμοῦ
καὶ ἄκλιτη.
Ἡ μνήμη, ἡ μνήμη, ἡ μνήμη.
Ἡ νύχτα,
Ὄνομα οὐσιαστικόν,
Γένους θηλυκοῦ,
Ἑνικὸς ἀριθμός.
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς
Οἱ νύχτες.
Οἱ νύχτες ἀπὸ δῶ καὶ πέρα.
(ἀπὸ τὰ Ποιήματα, Ἴκαρος 1998)


Κικὴ Δημουλᾶ 


Η ΠΕΡΙΦΡΑΣΤΙΚΗ ΠΕΤΡΑ

Μίλα.
Πὲς κάτι, ὁτιδήποτε.
Μόνο μὴ στέκεις σὰν ἀτσάλινη ἀπουσία.
Διάλεξε ἔστω κάποια λέξη,
ποὺ νὰ σὲ δένει πιὸ σφιχτὰ
μὲ τὴν ἀοριστία.
Πές:
«ἄδικα»,
«δέντρο»,
«γυμνό».
Πές:
«θὰ δοῦμε»,
«ἀστάθμητο»,
«βάρος».
Ὑπάρχουν τόσες λέξεις ποὺ ὀνειρεύονται
μιὰ σύντομη, ἄδετη, ζωὴ μὲ τὴ φωνή σου.
Μίλα.
Ἔχουμε τόση θάλασσα μπροστά μας.
Ἐκεῖ ποὺ τελειώνουμε ἐμεῖς
ἀρχίζει ἡ θάλασσα.
Πὲς κάτι.
Πὲς «κῦμα», ποὺ δὲν στέκεται.
Πὲς «βάρκα», ποὺ βουλιάζει
ἂν τὴν παραφορτώσεις μὲ προθέσεις.
Πὲς «στιγμή»,
ποὺ φωνάζει βοήθεια ὅτι πνίγεται,
μὴν τὴ σῴζεις,
πὲς
«δὲν ἄκουσα».
Μίλα.
Οἱ λέξεις ἔχουν ἔχθρες μεταξύ τους,
ἔχουν τοὺς ἀνταγωνισμούς:
ἂν κάποια ἀπ᾿ αὐτὲς σὲ αἰχμαλωτίσει,
σ᾿ ἐλευθερώνει ἄλλη.
Τράβα μία λέξη ἀπ᾿ τὴ νύχτα
στὴν τύχη.
Ὁλόκληρη νύχτα στὴν τύχη.
Μὴ λὲς «ὁλόκληρη»,
πὲς «ἐλάχιστη»,
ποὺ σ᾿ ἀφήνει νὰ φύγεις.
Ἐλάχιστη
αἴσθηση,
λύπη
ὁλόκληρη
δική μου.
Ὁλόκληρη νύχτα.
Μίλα.
Πὲς «ἀστέρι», ποὺ σβήνει.
Δὲν λιγοστεύει ἡ σιωπὴ μὲ μιὰ λέξη.
Πὲς «πέτρα»,
ποὺ εἶναι ἄσπαστη λέξη.
Ἔτσι, ἴσα ἴσα,
νὰ βάλω ἕναν τίτλο
σ᾿ αὐτὴ τὴ βόλτα τὴν παραθαλάσσια.


ΔΗΜΟΥΛΑ.....

Στες Σκάλες- Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ!

Την άτιμη την σκάλα σαν κατέβαινα,
από την πόρτα έμπαινες, και μια στιγμή
είδα το άγνωστό σου πρόσωπο και με είδες.
Έπειτα κρύφθηκα να μη με ξαναδείς, και συ
πέρασες γρήγορα το πρόσωπό σου κρύβοντας,
και χώθηκες στο άτιμο το σπίτι μέσα
όπου την ηδονή δεν θά ’βρες, καθώς δεν την βρήκα.


Κι όμως τον έρωτα που ήθελες τον είχα να σ’ τον δώσω·
τον έρωτα που ήθελα — τα μάτια σου με το ’παν
τα κουρασμένα καί ύποπτα — είχες να με τον δώσεις.
Τα σώματά μας αισθανθήκαν και γυρεύονταν·
το αίμα και το δέρμα μας ενόησαν.

Aλλά κρυφθήκαμε κ’ οι δυο μας ταραγμένοι.

Επιθυμίες

Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν
και τάκλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό,
με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά --
έτσ' οι επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν
χωρίς να εκπληρωθούν· χωρίς ν' αξιωθεί καμιά
της ηδονής μια νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης 



Η επιστροφή του Μικρού Πρίγκιπα !



Η επιστροφή του Μικρού Πρίγκιπα στο Πλανητάριο του Ιδρ. Ευγενίδου.Ο ήρωας του Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ επιστρέφει στον πλανήτη του από το μακρινό του ταξίδι όπου διαπιστώνει ότι λείπει κάτι που αγαπά.
Στο βιβλίο του Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ «Ο Μικρός Πρίγκιπας» ο ήρωας χαρίζει συναισθήματα και σκέψεις με το ταξίδι του στο Σύμπαν. Η νέα παράσταση που ξεκινά να προβάλλεται στις 5 Οκτωβρίου στο Νέο Ψηφιακό Πλανητάριο του Ιδρύματος Ευγενίδου βρίσκει τον Μικρό Πρίγκιπα να επιστρέφει στο σπίτι του τον Αστεροειδή Β612, μετά την περιήγησή του στο Σύμπαν και το Ταξίδι στη Γη, όπου ανακαλύπτει ότι το αγαπημένο του Τριαντάφυλλο λείπει! Συντροφιά με την Αλεπού, θα περιπλανηθεί ανάμεσα στον Πλανήτη του Χρόνου, του Βοσκού και της Μουσικής με την πίστη ότι κάπου εκεί θα το βρει.
«Ο Μικρός Πρίγκιπας ΙΙ» είναι μια νέα τρυφερή περιπέτεια, μια εντυπωσιακή παράσταση που παρουσιάζει το νυχτερινό όνειρο ενός παιδιού. Τα υπέροχα γραφικά, η όμορφη μουσική και το εντυπωσιακό αποτέλεσμα αποτυπώνονται στον τεράστιο θόλο του Πλανηταρίου με τρόπο μοναδικό.
Η παράσταση αποτελεί μία θαυμάσια ευκαιρία για τα μικρά παιδιά να επισκεφθούν για πρώτη φορά το Πλανητάριο, να ξεναγηθούν στο Διάστημα και να αγαπήσουν έναν χώρο ψυχαγωγικής επιμόρφωσης. Για το λόγο αυτό η παράσταση ξεκινά με μια ειδικά μελετημένη ξενάγηση, η οποία ταξιδεύει τους νεαρούς θεατές στις εσχατιές του Σύμπαντος με τρόπο απλό και ταυτόχρονα ευχάριστο και δημιουργικό.

Το εξαιρετικό αποτέλεσμα στην Ελληνική μεταγλώττιση φέρει την υπογραφή των: Δημήτρη Πιατά - Αλεπού, Θάνου Παπαϊωάννου - Μικρός Πρίγκιπας, Yρώ Λούπη - Τριαντάφυλλο, Κώστα Σεραφειμίδη - Βοσκός, Γιάννη Στεφόπουλο - Ωρολογοποιός, ενώ τη σκηνοθεσία της μεταγλώττισης υπογράφουν οι Αργύρης Παυλίδης και Μαρία Ζερβού.
Τα παιδιά ζωγραφίζουν το «Ταξίδι στο Διάστημα»
Παράλληλα, ξεκινά και η παιδική έκθεση ζωγραφικής με θέμα «Τα παιδιά ζωγραφίζουν το Ταξίδι του Ανθρώπου στο Διάστημα», η οποία πραγματοποιείται σε συνεργασία με τo Ρωσικό Πολιτιστικό και Επιστημονικό Κέντρο στην Αθήνα, καθώς και την Πανελλήνια Ένωση Ρώσων Μεταναστών στην Ελλάδα.
Η έκθεση πραγματοποιείται με την ευκαιρία του εορτασμού των 50 χρόνων από την αποστολή του Γιούρι Γκαγκάριν -του πρώτου ανθρώπου- στο Διάστημα και ως στόχο έχει να βοηθήσει τους νέους ανθρώπους να εμπνευστούν από τις προσπάθειες του ανθρώπου να γνωρίσει το Σύμπαν που μας περιβάλλει.

*...Όσο μπορείς...*

Και αν δεν μπορείς να κάνεις τη ζωή σου όπως την θέλεις, τούτο προσπάθησε τουλάχιστον: όσο μπορείς να μην την εξευτελίζεις. Μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου, μες στις πολλές κινησεις και ομιλίες. Μην την εξευτελίζεις πιάνοντας την, γυρίζοντας συχνά και εκθέτοντας την στων σχέσεων και συναναστρωφιών. την καθημερινή ανοησία, ώσπου να γίνει μια ξένη φορτική.
                                                                                                               Όσο μπορείς-Καβάφης


Ο μικρός πρίγκιπας και το λουλούδι

Ο μικρός πρίγκιπας, που έβλεπε να γεννιέται ένα τεράστιο μπουμπούκι, καταλάβαινε πως θα εμφανιζόταν κάποια μαγική παρουσία, όμως το λουλούδι ετοίμαζε την ομορφιά του, κρυμμένο στο πράσινο δωμάτιο του και δεν έλεγε να τελειώσει. Διάλεγε προσεκτικά τα χρώματα του[...] Και να κάποιο πρωί, φανερώθηκε ακριβώς την ώρα που έβγαινε ο ήλιος[...] Πολύ σύντομα λοιπόν το λουλούδι είχε αρχίσει να τον βασανίζει με την ασφυκτική ματαιοδοξία του[...] Έτσι, ο μικρός πρίγκιπας, παρόλη την καλή θέληση της αγάπης του, άρχισε να αμφιβάλλει για το λουλούδι. Είχε πάρει στα σοβαρά κάποιες ασήμαντες κουβέντες και ένιωθε πολύ δυστυχισμένος. "Δεν έπρεπε να τ'ακούσω, δεν έπρεπε ποτέ να ακούς τα λουλούδια. Πρέπει να κοιτάς και να τα μυρίζεις. Το δικό μου έκανε τον πλανήτη όλο να μοσχοβολαει, όμως δεν μπορούσα να ευχαριστηθώ. Τότε δεν μπορούσα να καταλάβω. Έπρεπε να κρίνω από τις πράξεις και όχι από τα λόγια. Με γέμιζε ευωδιά και με φώτιζε. Δεν έπρεπε να σηκωθώ και να φύγω. Έπρεπε να μαντέψω την τρυφερότητα πίσω από τις μικροπονηριές του. Τα λουλούδια είναι τόσο αντιφατικά. Ήμουν μικρός και δεν ήξερα να αγαπάω."




 

Ο μικρός πρίγκιπας και η αλεπού......

Η Αλεπού κοίταξε το Μικρό Πρίγκηπα, για πολύ ώρα.
-Σε παρακαλώ εξημέρωσέ με! είπε.
-Το θέλω, απάντησε ο μικρός πρίγκιπας, αλλά δεν έχω πολύ χρόνο. Έχω να ανακαλύψω φίλους και πολλά πράγματα να γνωρίσω.
-Γνωρίζουμε μονάχα τα πράγματα που εξημερώνουμε, είπε η αλεπού. Οι άνθρωποι δεν έχουν πια καιρό να γνωρίζουν τίποτα. Τ' αγοράζουν όλα έτοιμα απ' τους εμπόρους. Επειδή όμως δεν υπάρχουν έμποροι που να πουλάν φίλους, οι άνθρωποι δεν έχουν πια φίλους. Αν θέλεις ένα φίλο, εξημέρωσέ με.
-Τι πρέπει να κάνω; Είπε ο μικρός πρίγκιπας.
-Χρειάζεται μεγάλη υπομονή, απάντησε η αλεπού. Στην αρχή θα καθίσεις κάπως μακριά μου, έτσι, στο χορτάρι. Θα σε κοιτάζω με την άκρη του ματιού κι εσύ δε θα λες τίποτα. Ο λόγος είναι πηγή παρεξηγήσεων. Κάθε μέρα, όμως, θα μπορείς να κάθεσαι όλο και πιο κοντά ...;
Την επόμενη μέρα ο μικρός πρίγκιπας ξαναήρθε.
-Θα ήταν καλύτερα αν ερχόσουν την ίδια πάντα ώρα, είπε η αλεπού. Αν έρχεσαι, για παράδειγμα, στις τέσσερις τ' απόγευμα από τις τρεις θ' αρχίζω να είμαι ευτυχισμένη. Όσο περνάει η ώρα τόσο πιο ευτυχισμένη θα νιώθω. Στις τέσσερις πια θα κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα και θ' ανησυχώ. Θ' ανακαλύψω την αξία της ευτυχίας. Αν έρχεσαι όμως όποτε λάχει, δε θα ξέρω ποτέ τι ώρα να φορέσω στην καρδιά μου τα γιορτινά της ...;Χρειάζεται κάποια τελετή.
-Τι πάει να πει τελετή; Είπε ο μικρός πρίγκιπας.
-Είναι κι αυτό κάτι που έχει ξεχαστεί από καιρό, είπε η αλεπού. Είναι αυτό που κάνει μια μέρα να μη μοιάζει με τις άλλες, μια ώρα με τις άλλες ώρες. Υπάρχει, για παράδειγμα, μια τελετή στους κυνηγούς. Χορεύουν την Πέμπτη με τα κορίτσια του χωριού. Η Πέμπτη λοιπόν είναι υπέροχη μέρα. Πάω και κάνω βόλτα ίσαμε τ' αμπέλι. Αν οι κυνηγοί χόρευαν οποτεδήποτε, οι μέρες θα έμοιαζαν σαν όλες, κι εγώ δε θα είχα ποτέ διακοπές.
Έτσι ο μικρός πρίγκιπας εξημέρωσε την αλεπού. Κι όταν πλησίασε η ώρα του αποχωρισμού:
-Αχ, είπε η αλεπού ...; Θα κλάψω.
-Εσύ φταις, είπε ο μικρός πρίγκιπας, εγώ δεν ήθελα το κακό σου, εσύ θέλησες να σε εξημερώσω ...;
-Σωστά, είπε η αλεπού.
-Όμως θα κλάψεις, είπε ο μικρός πρίγκιπας.
-Σωστά, είπε η αλεπού.
-Τι κέρδισες λοιπόν;
-Κέρδισα, είπε η αλεπού, το χρώμα του σταριού.
Έπειτα πρόσθεσε.
-Πήγαινε να ξαναδείς τα τριαντάφυλλα. Θα καταλάβεις πως το δικό σου είναι μοναδικό στον κόσμο. Θα ξανάρθεις να με αποχαιρετήσεις και θα σου χαρίσω ένα μυστικό.
Ο μικρός πρίγκιπας πήγε να ξαναδεί τα τριαντάφυλλα.
-Δε μοιάζετε καθόλου με το δικό μου τριαντάφυλλο, δεν είσαστε τίποτα ακόμα, τους είπε. Κανείς δε σας έχει εξημερώσει και δεν έχετε εξημερώσει κανέναν. Είσαστε όπως ήταν η αλεπού μου. Μια αλεπού ίδια μ' άλλες εκατό χιλιάδες. Γίναμε όμως φίλοι και τώρα είναι μοναδική στον κόσμο.
Και τα τριαντάφυλλα στέκονταν θιγμένα.
-Είσαστε όμορφα, όμως είσαστε άδεια, τους είπε ακόμα. Δεν πεθαίνει κανείς για σας. Βέβαια, το δικό μου τριαντάφυλλο ένας απλός περαστικός θα έλεγε πως σας μοιάζει. Όμως εκείνο μόνο του έχει περισσότερη σημασία απ' όλα εσάς, αφού εκείνο είναι που πότισα. Αφού εκείνο έβαλα κάτω απ' τη γυάλα. Αφού εκείνο προστάτεψα με το παραβάν. Αφού σ' εκείνο σκότωσα τις κάμπιες (εκτός από δύο τρεις για να γίνουν πεταλούδες). Αφού εκείνο άκουσα να παραπονιέται ή να κομπάζει ή κάποιες φορές ακόμα να σωπαίνει. Αφού είναι το τριαντάφυλλό μου.
Και ξαναγύρισε στην αλεπού:
-Αντίο, είπε ...;
-Αντίο, είπε η αλεπού. Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: μόνο με την καρδιά βλέπεις καλά. Την ουσία τα μάτια δεν τη βλέπουν.
-Την ουσία τα μάτια δεν τη βλέπουν, επανέλαβε ο μικρός πρίγκιπας για να το θυμάται.
-Είναι ο χρόνος που ξόδεψες για το τριαντάφυλλό σου που το κάνει τόσο σημαντικό.
-Είναι ο χρόνος που ξόδεψα για το τριαντάφυλλό μου ...;είπε ο μικρός πρίγκιπας, για να το θυμάται.
-Οι άνθρωποι ξέχασαν αυτή την αλήθεια, είπε η αλεπού.
-Μα εσύ δεν πρέπει να την ξεχάσεις. Γίνεσαι για πάντα υπεύθυνος για ό,τι έχεις εξημερώσει. Είσαι υπεύθυνος για το τριαντάφυλλό σου ...;
-Είμαι υπεύθυνος για το τριαντάφυλλό μου ...; Ξανάπε ο μικρός πρίγκιπας, για να το θυμάται ...;

ΜΙΚΡΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ.....

http://www.youtube.com/watch?v=PEhxUkc0Mj8

Στες Σκάλες- Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ!

Την άτιμη την σκάλα σαν κατέβαινα,
από την πόρτα έμπαινες, και μια στιγμή
είδα το άγνωστό σου πρόσωπο και με είδες.
Έπειτα κρύφθηκα να μη με ξαναδείς, και συ
πέρασες γρήγορα το πρόσωπό σου κρύβοντας,
και χώθηκες στο άτιμο το σπίτι μέσα
όπου την ηδονή δεν θά ’βρες, καθώς δεν την βρήκα.

Κι όμως τον έρωτα που ήθελες τον είχα να σ’ τον δώσω·
τον έρωτα που ήθελα — τα μάτια σου με το ’παν
τα κουρασμένα καί ύποπτα — είχες να με τον δώσεις.
Τα σώματά μας αισθανθήκαν και γυρεύονταν·
το αίμα και το δέρμα μας ενόησαν.

Aλλά κρυφθήκαμε κ’ οι δυο μας ταραγμένοι.

ΟΣΚΑΡ ΟΥΑΪΛΝΤ

Εδώ θα παραθέσω λίγα μόνο κομμάτια από αυτό το ποίημα του Όσκαρ Ουάιλντ, που το έγραψε μέσα από την φυλακή. Ο Α. Β Αλεξίου (εκδόσεις ελεύθερος τύπος) αναφέρει χαρακτηριστικά Η μπαλάντα της φυλακής του Ρέντιγκ είναι μια σπαρακτική κραυγή ενάντια στην απάνθρωπη μεταχείριση Ανθρώπου από Άνθρωπο. Η νόμιμη βία της θηλειάς του δημίου , η άρνηση στους καταδικασμένους οτιδήποτε άλλου έξω από το θάνατο, η φρίκη και ο τρόμος όταν εκτελείται η έσχατη ανομολόγητη πράξη. .
Τι θέση έχει τότε ένα τέτοιο ποίημα σε μια συλλογή από ερωτικά ποιήματα; Κι όμως. Ο Ουάιλντ , πέρα από όλες τις προφάσεις και τις νόμιμες διαδικασίες των δικαστηρίων, καταδικάστηκε για τον Έρωτά του. Δεν μπορεί λοιπόν αυτό το ποίημα να ναι παρά ένα ακόμα ποίημά του για τον Έρωτα, το μεγαλύτερο από όλα. Δεν το έγραψε σε μια στιγμή έμπνευσης, προς τέρψη του κοινού, αλλά σε μια στιγμή τεράστιου πόνου. Ο ίδιος είχε πει στον Andre Gide κάποτε Θέλετε να μάθετε το μεγάλο δράμα της ζωής μου;- Είναι ότι έβαλα όλη τη μεγαλοφυΐα στη ζωή μου , δεν έβαλα παρά το τάλαντό μου μες στα έργα μου.. H μπαλάντα της φυλακής του Ρέντιγκ και το de profundis φαίνεται να τον διαψεύδουν. Και να φανταστεί κανείς πως και τα δύο γράφτηκαν σε μια περίοδο μεγάλης καταπόνησης του ποιητή. Σωματικής και ψυχικής.
Ένα ποίημα για τον Έρωτα. Όχι αυτόν που βλέπουμε στις ταινίες. Δεν έχει τίποτα από happy end, έχει σκοτεινιά και θλίψη. Έχει ακόμα ελπίδα και μεγαλείο. Ο Έρωτας για έναν άνθρωπο, για τη ζωή, ακόμα και για τον ουρανό που μπορεί να βλέπει κανείς λίγα λεπτά μόνο κάθε μέρα σε μια βόλτα στην αυλή της φυλακής. Στην αυλή του σπιτιού, πίσω από το παράθυρο μιας πολυκατοικίας, πίσω από τη δική μας, προσωπική φυλακή.
« Μα κι ο καθείς σκοτώνει ό,τι αγαπάει,
και πρέπει αυτό απ’όλους ν’ακουστεί.
Άλλοι με κολακεία σε σκοτώνουν 
Κι άλλοι με ματιά φαρμακερή
Μ’ένα φιλί σκοτώνουν οι δειλοί,
Κι οι γενναίοι άνδρες με σπαθί.

Νέοι σκοτώνουν άλλοι την αγάπη τους
Κι άλλοι σαν γενούνε γέροι.  
Με χέρι Λαγνείας άλλοι τήνε πνίγουνε 
Κι άλλοι με Πλούτου χέρι
Κι επειδή πιο γρήγορα παγώνει έτσι το κορμί,
Οι πονόψυχοι σκοτώνουν με μαχαίρι.

Άλλοι για λίγο ερωτεύονται  κι άλλοι για πολύ.
Άλλοι τον Έρωτα πουλάνε κι άλλοι τον αγοράζουν.
Άλλοι με βουρκωμένα μάτια τον σκοτώνουνε 
Κι άλλοι βουβοί τον αφανίζουν
Κι ενώ ο καθείς σκοτώνει ό,τι αγαπάει,
Όλοι ωστόσο δεν πεθαίνουν.
…………………………………………………………………………………………..

Μαύρα μεσάνυχτα πάντα είχαμε μες στην καρδιά μας,
Και στο κελί μας μέσα αυγή,
Και τον τροχό γυρίζαμε και ξεφτίζαμε το σχοινί,
Ο καθείς στην Κόλασή του μέσα την ατομική.
Μα είναι πολύ πιο τρομερή η σιωπή
Από καμπάνας μπρούτζινης αντήχηση βροντερή.
…………………………………………………………………………………………..
Ποτέ δεν είδα άνθρωπο ν’αγναντεύει,
Με λαχτάρα τόση στη ματιά,
Αυτό που οι κατάδικοι ονομάζουν ουρανό,
Την οθόνη εκεί ψηλά τη θαλασσιά,
Και κάθε συννεφάκι που αρμενίζει
Όμοιο  με πλεούμενο με ασημί πανιά.
…………………………………………………………………………………………

Δεν ξέρω αν οι νόμοι είναι άδικοι
Ούτε και δίκαιοι αν είναι ή σωστοί,
Μα κείνο που όλοι οι καταδικασμένοι το γνωρίζουνε,
Είναι πως δεν μπορούν τα τείχη να περάσουν ζωντανοί,
Και πως κάθε μέρα σαν χρόνος μοιάζει,
Χρόνος δίχως τέλος και αρχή.
…………………………………………………………………………………………..
Yet each man kills the thing he loves
By each let this be heard
Some do it with a bitter look
Some with a flattering word 
The coward does with a kiss
The brave man with a sword»