ΟΣΚΑΡ ΟΥΑΪΛΝΤ

Εδώ θα παραθέσω λίγα μόνο κομμάτια από αυτό το ποίημα του Όσκαρ Ουάιλντ, που το έγραψε μέσα από την φυλακή. Ο Α. Β Αλεξίου (εκδόσεις ελεύθερος τύπος) αναφέρει χαρακτηριστικά Η μπαλάντα της φυλακής του Ρέντιγκ είναι μια σπαρακτική κραυγή ενάντια στην απάνθρωπη μεταχείριση Ανθρώπου από Άνθρωπο. Η νόμιμη βία της θηλειάς του δημίου , η άρνηση στους καταδικασμένους οτιδήποτε άλλου έξω από το θάνατο, η φρίκη και ο τρόμος όταν εκτελείται η έσχατη ανομολόγητη πράξη. .
Τι θέση έχει τότε ένα τέτοιο ποίημα σε μια συλλογή από ερωτικά ποιήματα; Κι όμως. Ο Ουάιλντ , πέρα από όλες τις προφάσεις και τις νόμιμες διαδικασίες των δικαστηρίων, καταδικάστηκε για τον Έρωτά του. Δεν μπορεί λοιπόν αυτό το ποίημα να ναι παρά ένα ακόμα ποίημά του για τον Έρωτα, το μεγαλύτερο από όλα. Δεν το έγραψε σε μια στιγμή έμπνευσης, προς τέρψη του κοινού, αλλά σε μια στιγμή τεράστιου πόνου. Ο ίδιος είχε πει στον Andre Gide κάποτε Θέλετε να μάθετε το μεγάλο δράμα της ζωής μου;- Είναι ότι έβαλα όλη τη μεγαλοφυΐα στη ζωή μου , δεν έβαλα παρά το τάλαντό μου μες στα έργα μου.. H μπαλάντα της φυλακής του Ρέντιγκ και το de profundis φαίνεται να τον διαψεύδουν. Και να φανταστεί κανείς πως και τα δύο γράφτηκαν σε μια περίοδο μεγάλης καταπόνησης του ποιητή. Σωματικής και ψυχικής.
Ένα ποίημα για τον Έρωτα. Όχι αυτόν που βλέπουμε στις ταινίες. Δεν έχει τίποτα από happy end, έχει σκοτεινιά και θλίψη. Έχει ακόμα ελπίδα και μεγαλείο. Ο Έρωτας για έναν άνθρωπο, για τη ζωή, ακόμα και για τον ουρανό που μπορεί να βλέπει κανείς λίγα λεπτά μόνο κάθε μέρα σε μια βόλτα στην αυλή της φυλακής. Στην αυλή του σπιτιού, πίσω από το παράθυρο μιας πολυκατοικίας, πίσω από τη δική μας, προσωπική φυλακή.
« Μα κι ο καθείς σκοτώνει ό,τι αγαπάει,
και πρέπει αυτό απ’όλους ν’ακουστεί.
Άλλοι με κολακεία σε σκοτώνουν 
Κι άλλοι με ματιά φαρμακερή
Μ’ένα φιλί σκοτώνουν οι δειλοί,
Κι οι γενναίοι άνδρες με σπαθί.

Νέοι σκοτώνουν άλλοι την αγάπη τους
Κι άλλοι σαν γενούνε γέροι.  
Με χέρι Λαγνείας άλλοι τήνε πνίγουνε 
Κι άλλοι με Πλούτου χέρι
Κι επειδή πιο γρήγορα παγώνει έτσι το κορμί,
Οι πονόψυχοι σκοτώνουν με μαχαίρι.

Άλλοι για λίγο ερωτεύονται  κι άλλοι για πολύ.
Άλλοι τον Έρωτα πουλάνε κι άλλοι τον αγοράζουν.
Άλλοι με βουρκωμένα μάτια τον σκοτώνουνε 
Κι άλλοι βουβοί τον αφανίζουν
Κι ενώ ο καθείς σκοτώνει ό,τι αγαπάει,
Όλοι ωστόσο δεν πεθαίνουν.
…………………………………………………………………………………………..

Μαύρα μεσάνυχτα πάντα είχαμε μες στην καρδιά μας,
Και στο κελί μας μέσα αυγή,
Και τον τροχό γυρίζαμε και ξεφτίζαμε το σχοινί,
Ο καθείς στην Κόλασή του μέσα την ατομική.
Μα είναι πολύ πιο τρομερή η σιωπή
Από καμπάνας μπρούτζινης αντήχηση βροντερή.
…………………………………………………………………………………………..
Ποτέ δεν είδα άνθρωπο ν’αγναντεύει,
Με λαχτάρα τόση στη ματιά,
Αυτό που οι κατάδικοι ονομάζουν ουρανό,
Την οθόνη εκεί ψηλά τη θαλασσιά,
Και κάθε συννεφάκι που αρμενίζει
Όμοιο  με πλεούμενο με ασημί πανιά.
…………………………………………………………………………………………

Δεν ξέρω αν οι νόμοι είναι άδικοι
Ούτε και δίκαιοι αν είναι ή σωστοί,
Μα κείνο που όλοι οι καταδικασμένοι το γνωρίζουνε,
Είναι πως δεν μπορούν τα τείχη να περάσουν ζωντανοί,
Και πως κάθε μέρα σαν χρόνος μοιάζει,
Χρόνος δίχως τέλος και αρχή.
…………………………………………………………………………………………..
Yet each man kills the thing he loves
By each let this be heard
Some do it with a bitter look
Some with a flattering word 
The coward does with a kiss
The brave man with a sword»